απαργύρωση

απαργύρωση
η
1. η αφαίρεση του ασημένιου επιστρώματος ενός μεταλλικού αντικειμένου που γίνεται με φθορά ή απόσπαση
2. η μέθοδος αποχωρισμού του αργύρου από τον μόλυβδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαργύρωση — η φθορά ή αφαίρεση του ασημένιου επικαλύμματος από ένα πράγμα, ξασήμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαργυρώνω — (Α ἀπαργυρῶ, όω) νεοελλ. κάνω απαργύρωση, αφαιρώ το ασήμι από κάποιο αντικείμενο αρχ. δίνω κάτι παίρνοντας αργύρια, πουλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”